- ἀκάτια
- ἀκάτιονlight boatneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀκάτια — ἀκάτια , ἀκάτιον light boat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… … Dictionary of Greek
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek
συνδιαφέρω — ΜΑ [διαφέρω] υποφέρω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με άλλον («τοῑσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. συμπαρασύρω κάτι εδώ κι εκεί («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῡν»,… … Dictionary of Greek
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek